- άθικτος
- και -χτος, -η, -ο (Α ἄθικτος, -ον)παθητ.1. αυτός που δεν τόν άγγιξαν, ανέπαφος, ανέγγιχτος και συνεκδ. ακέραιος2. ανεπηρέαστος, απρόβλητος3. (για κοπέλες) αδιαπαρθένευτη, απείραχτη, αγνήνεοελλ.1. αμεταχείριστος, καινούργιος2. (με ηθική σημ.) αυτός που δεν τόν έθιξαν, που δεν τόν πρόσβαλαναρχ.1. αδιάφθορος, αδωροδόκητος2. αυτός που δεν πρέπει να τόν αγγίξει κανείς, ο ιερός3. αυτός που δεν αγγίζει κάποιον ή κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + *θικτός, θ. θιγ- (πρβλ. ἐ-θίγ-ην) τού θιγγάνω].
Dictionary of Greek. 2013.